Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
διαδοτέος
διαδοχή
διάδοχος
View word page
δια-δικαιόω
διαδικαιόωcontr.vb justifya proposal, an actionTh. Plb.

ShortDef

to justify an action

Debugging

Headword:
διαδικαιόω
Headword (normalized):
διαδικαιόω
Headword (normalized/stripped):
διαδικαιοω
IDX:
8594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8595
Key:
διαδικαιόω

Data

{'headword_display': '<b>δια-δικαιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δικαιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>justify</Tr><Obj>a proposal, an action<Au>Th. Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδικαιόω'}