Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διάδοσις
View word page
δια-διδρᾱ́σκω
διαδιδρᾱ́σκω
Ion.διαδιδρήσκω
vbreltd.δραμεῖνIon.fut.
διαδρήσομαι
athem.aor.
διέδρᾱν
ptcpl.
διαδρᾱ́ς
pf.
διαδέδρᾱκα
run off, run away, escapeHdt. Th. Ar. Isoc. X. Plb. Plu.tr.escape fromsomeoneHdt.a dangerous situationPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδιδρᾱ́σκω
Headword (normalized):
διαδιδρᾱ́σκω
Headword (normalized/stripped):
διαδιδρασκω
IDX:
8591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8592
Key:
διαδιδρᾱ́σκω

Data

{'headword_display': '<b>δια-διδρᾱ́σκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>διδρᾱ́σκω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>διαδιδρήσκω</FmHL></DL><PS>vb</PS><Ety>reltd.<Ref>δραμεῖν</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>Ion.fut.</Lbl><Form>διαδρήσομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>athem.aor.</Lbl><Form>διέδρᾱν</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>διαδρᾱ́ς</Form></Tns><Tns><Lbl>pf.</Lbl><Form>διαδέδρᾱκα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>run off, run away, escape</Tr><Au>Hdt. Th. Ar. Isoc. X. Plb. Plu.</Au><vS2><Indic>tr.</Indic><Tr>escape from</Tr><Obj>someone<Au>Hdt.</Au></Obj><Obj>a dangerous situation<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδιδρᾱ́σκω'}