Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
View word page
διαδηματο-φόρος
διαδηματοφόροςονadjφέρω of a woollen hatwith a royal headband around itPlu.

ShortDef

wearing a diadem

Debugging

Headword:
διαδηματοφόρος
Headword (normalized):
διαδηματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
διαδηματοφορος
IDX:
8590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8591
Key:
διαδηματοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>διαδηματο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαδηματο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woollen hat</Indic><Tr>with a royal headband around it</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαδηματοφόρος'}