Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
διαδιφρεύω
διαδοκιμάζω
διαδοξάζω
View word page
διάδημα
διάδημαατοςnδιαδέω headband, diademas a symbol of royalty, esp. assoc.w. Persian, Macedonian and Hellenistic kingsX. Plb. Plu.

ShortDef

a band

Debugging

Headword:
διάδημα
Headword (normalized):
διάδημα
Headword (normalized/stripped):
διαδημα
IDX:
8589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8590
Key:
διάδημα

Data

{'headword_display': '<b>διάδημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάδημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διαδέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>headband, diadem<Expl>as a symbol of royalty, esp. assoc.w. Persian, Macedonian and Hellenistic kings</Expl></Tr><Au>X. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάδημα'}