Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασίᾱ
διαδίκασμα
View word page
δια-δηλέομαι
διαδηλέομαιmid.contr.vb of persons or animalsdo great harm tomangle, tear to piecespersons, monstersOd. AR. Theoc.

ShortDef

to do great harm to, tear to pieces

Debugging

Headword:
διαδηλέομαι
Headword (normalized):
διαδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδηλεομαι
IDX:
8586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8587
Key:
διαδηλέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-δηλέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δηλέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons or animals</Indic><Def>do great harm to</Def><Tr>mangle, tear to pieces</Tr><Obj>persons, monsters<Au>Od. AR. Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδηλέομαι'}