Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαγώγιον
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
διαδιδρᾱ́σκω
View word page
διαδέκτωρ
διαδέκτωροροςmasc.adjδιαδέχομαι coming by way of successionof wealthhereditaryE.

ShortDef

inherited

Debugging

Headword:
διαδέκτωρ
Headword (normalized):
διαδέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
διαδεκτωρ
IDX:
8581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8582
Key:
διαδέκτωρ

Data

{'headword_display': '<b>διαδέκτωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαδέκτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>διαδέχομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>coming by way of succession</Def><aS2><Indic>of wealth</Indic><Tr>hereditary</Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διαδέκτωρ'}