Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαγωγή
διαγώγιον
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματοφόρος
View word page
διαδέκομαι
διαδέκομαιIon.mid.vbseeδιαδέχομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδέκομαι
Headword (normalized):
διαδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδεκομαι
IDX:
8580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8581
Key:
διαδέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>διαδέκομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαδέκομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>διαδέχομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαδέκομαι'}