Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγω
διαγωγή
διαγώγιον
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διαδέρκομαι
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
View word page
δια-δάπτω
διαδάπτωvbaor.tm.
διὰ ... ἔδαψα
of a warriortear throughfleshw. a spearIl.

ShortDef

to tear asunder, rend

Debugging

Headword:
διαδάπτω
Headword (normalized):
διαδάπτω
Headword (normalized/stripped):
διαδαπτω
IDX:
8576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8577
Key:
διαδάπτω

Data

{'headword_display': '<b>δια-δάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>δάπτω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>διὰ ... ἔδαψα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a warrior</Indic><Tr>tear through</Tr><Obj>flesh<Expl>w. a spear</Expl><Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαδάπτω'}