Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγω
διαγωγή
διαγώγιον
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
διαδείκνῡμι
διαδέκομαι
διαδέκτωρ
View word page
διαγώγιον
διαγώγιονουntoll levied on vessels passing through a straittoll, dutyPlb.

ShortDef

transit-duty, toll

Debugging

Headword:
διαγώγιον
Headword (normalized):
διαγώγιον
Headword (normalized/stripped):
διαγωγιον
IDX:
8571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8572
Key:
διαγώγιον

Data

{'headword_display': '<b>διαγώγιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαγώγιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>toll levied on vessels passing through a strait</Def><Tr>toll, duty</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαγώγιον'}