Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαγνώμη
διαγνώμων
διάγνωσις
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγω
διαγωγή
διαγώγιον
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδέδρᾱκα
View word page
δι-αγρυπνέω
διαγρυπνέωcontr.vb be sleepless, stay awakeesp. fr. worry or frustrationAr. Plb. Plu.

ShortDef

to lie awake

Debugging

Headword:
διαγρυπνέω
Headword (normalized):
διαγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
διαγρυπνεω
IDX:
8568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8569
Key:
διαγρυπνέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αγρυπνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>αγρυπνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be sleepless, stay awake<Expl>esp. fr. worry or frustration</Expl></Tr><Au>Ar. Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαγρυπνέω'}