Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διαγνώμη
διαγνώμων
διάγνωσις
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διάγω
διαγωγή
διαγώγιον
View word page
δια-γογγύζω
διαγογγύζωvb mutter, grumbleNT.

ShortDef

to murmur among themselves

Debugging

Headword:
διαγογγύζω
Headword (normalized):
διαγογγύζω
Headword (normalized/stripped):
διαγογγυζω
IDX:
8561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8562
Key:
διαγογγύζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-γογγύζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>γογγύζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>mutter, grumble</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαγογγύζω'}