Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διαγνώμη
διαγνώμων
διάγνωσις
διαγογγύζω
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραφή
διαγράφω
View word page
δι-αγκυλόομαι
διαγκυλόομαιpass.contr.vbἀγκύλοςonly pf.ptcpl.
διηγκυλωμένος
pf.ptcpl.adj.of soldierswith one's hand in the thong of a javelinX.

ShortDef

hold a javelin by the thong

Debugging

Headword:
διαγκυλόομαι
Headword (normalized):
διαγκυλόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγκυλοομαι
IDX:
8555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8556
Key:
διαγκυλόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-αγκυλόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>αγκυλόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἀγκύλος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>only pf.ptcpl.</Lbl><Form>διηγκυλωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of soldiers</Indic><Def>with one's hand in the thong of a javelin</Def><Au>X.</Au> </vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'διαγκυλόομαι'}