Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διαγνώμη
διαγνώμων
View word page
διαγανάκτησις
διαγανάκτησιςεωςf indignationPlu.

ShortDef

great indignation

Debugging

Headword:
διαγανάκτησις
Headword (normalized):
διαγανάκτησις
Headword (normalized/stripped):
διαγανακτησις
IDX:
8549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8550
Key:
διαγανάκτησις

Data

{'headword_display': '<b>διαγανάκτησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαγανάκτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>indignation</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαγανάκτησις'}