Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διαγνώμη
View word page
δι-αγανακτέω
διαγανακτέωcontr.vb be thoroughly indignantD. Plu.

ShortDef

to be full of indignation

Debugging

Headword:
διαγανακτέω
Headword (normalized):
διαγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
διαγανακτεω
IDX:
8548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8549
Key:
διαγανακτέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αγανακτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>αγανακτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be thoroughly indignant</Tr><Au>D. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαγανακτέω'}