Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διαγλαύσσω
διαγλάφω
View word page
δια-γαληνίζω
διαγαληνίζωvbγαλήνη make calmone's facial expressionAr.

ShortDef

to make quite calm

Debugging

Headword:
διαγαληνίζω
Headword (normalized):
διαγαληνίζω
Headword (normalized/stripped):
διαγαληνιζω
IDX:
8547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8548
Key:
διαγαληνίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-γαληνίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>γαληνίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>γαλήνη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>make calm</Tr><Obj>one's facial expression<Au>Ar.</Au> </Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαγαληνίζω'}