Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
View word page
διαβούλιον
διαβούλιονουn discussion, deliberation, debatePlb. decision, resolutionPlb.

ShortDef

counsel, deliberation

Debugging

Headword:
διαβούλιον
Headword (normalized):
διαβούλιον
Headword (normalized/stripped):
διαβουλιον
IDX:
8544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8545
Key:
διαβούλιον

Data

{'headword_display': '<b>διαβούλιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαβούλιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>discussion, deliberation, debate</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>decision, resolution</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαβούλιον'}