Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγγέλλω
διάγγελος
διαγελάω
View word page
διαβόρος
διαβόροςονadjδιαβιβρώσκω of a diseaseconsuming, devouringS. of a tuft of woolconsumedby poisonS.

ShortDef

eating through, devouring

Debugging

Headword:
διαβόρος
Headword (normalized):
διαβόρος
Headword (normalized/stripped):
διαβορος
IDX:
8542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8543
Key:
διαβόρος

Data

{'headword_display': '<b>διαβόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαβόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαβιβρώσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a disease</Indic><Tr>consuming, devouring</Tr><Au>S.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a tuft of wool</Indic><Tr>consumed<Expl>by poison</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαβόρος'}