Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
διάβολος
διαβόρος
διαβουλεύω
διαβούλιον
διάβροχος
διαβῡνέομαι
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
View word page
διαβόητος
διαβόητοςονadj of persons or thingstalked about, celebratedPlu.

ShortDef

noised abroad, famous

Debugging

Headword:
διαβόητος
Headword (normalized):
διαβόητος
Headword (normalized/stripped):
διαβοητος
IDX:
8539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8540
Key:
διαβόητος

Data

{'headword_display': '<b>διαβόητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαβόητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>talked about, celebrated</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαβόητος'}