Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
διαβολή
View word page
διαβατός
διαβατόςή όνadjof rivers, plainsable to be crossedHdt. Th. Pl. X.of an islandeasily crossed over toaccessibleHdt.

ShortDef

to be crossed

Debugging

Headword:
διαβατός
Headword (normalized):
διαβατός
Headword (normalized/stripped):
διαβατος
IDX:
8530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8531
Key:
διαβατός

Data

{'headword_display': '<b>διαβατός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαβατός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of rivers, plains</Indic><Tr>able to be crossed</Tr><Au>Hdt. Th. Pl. X.</Au></aS1><aS1><Indic>of an island</Indic><Def>easily crossed over to</Def><Tr>accessible</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαβατός'}