Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
διαβόητος
View word page
διαβατήρια
διαβατήριαωνn.pl offerings for safe passagemade before crossing a border or riverTh. X. Plu.

ShortDef

offerings before crossing the border

Debugging

Headword:
διαβατήρια
Headword (normalized):
διαβατήρια
Headword (normalized/stripped):
διαβατηρια
IDX:
8529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8530
Key:
διαβατήρια

Data

{'headword_display': '<b>διαβατήρια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαβατήρια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>offerings for safe passage<Expl>made before crossing a border or river</Expl></Tr><Au>Th. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαβατήρια'}