Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
διαβοάω
View word page
διαβατέος
διαβατέοςᾱ ονvbl.adjδιαβαίνω of a river or ravineto be crossedX.

ShortDef

that must be crossed

Debugging

Headword:
διαβατέος
Headword (normalized):
διαβατέος
Headword (normalized/stripped):
διαβατεος
IDX:
8528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8529
Key:
διαβατέος

Data

{'headword_display': '<b>διαβατέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαβατέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>διαβαίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a river or ravine</Indic><Tr>to be crossed</Tr><Au>X.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'διαβατέος'}