Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Δηώ
Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβλέπω
View word page
δια-βαστάζω
διαβαστάζωvb weigh in one's handa golden cupPlu.

ShortDef

to weigh in the hand, estimate

Debugging

Headword:
διαβαστάζω
Headword (normalized):
διαβαστάζω
Headword (normalized/stripped):
διαβασταζω
IDX:
8527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8528
Key:
διαβαστάζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-βαστάζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>βαστάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>weigh in one's hand</Tr><Obj>a golden cup<Au>Plu.</Au> </Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαβαστάζω'}