Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δήω
Δηώ
Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβρώσκω
διαβιόω
View word page
δια-βάσκω
διαβάσκωvb of a cockerelapp.strut aroundAr.

ShortDef

to strut about

Debugging

Headword:
διαβάσκω
Headword (normalized):
διαβάσκω
Headword (normalized/stripped):
διαβασκω
IDX:
8526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8527
Key:
διαβάσκω

Data

{'headword_display': '<b>δια-βάσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>βάσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a cockerel</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>strut around</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαβάσκω'}