Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῆτα
δηὖτε
δηχθείς
δήω
Δηώ
Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
διαβεβαιόομαι
διαβήτης
διαβιάζομαι
View word page
δια-βαπτίζομαι
διαβαπτίζομαιmid.vb get oneself wetfig.app.plunge into a contestw.dat.w. someoneD.

ShortDef

to dive for a match

Debugging

Headword:
διαβαπτίζομαι
Headword (normalized):
διαβαπτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβαπτιζομαι
IDX:
8523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8524
Key:
διαβαπτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-βαπτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>βαπτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>get oneself wet</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>plunge into a contest</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>D.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαβαπτίζομαι'}