Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῆρις
δηρός
δῆσα
δῆτα
δηὖτε
δηχθείς
δήω
Δηώ
Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
διαβάσκω
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβατός
View word page
δια-βαδίζω
διαβαδίζωvb make one's way acrossa marshTh.

ShortDef

to go across

Debugging

Headword:
διαβαδίζω
Headword (normalized):
διαβαδίζω
Headword (normalized/stripped):
διαβαδιζω
IDX:
8520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8521
Key:
διαβαδίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-βαδίζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια<hyph/>βαδίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make one's way across<Expl>a marsh</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαβαδίζω'}