Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δήπου
δήπουθεν
δηριάζομαι
δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
δηρός
δῆσα
δῆτα
δηὖτε
δηχθείς
δήω
Δηώ
Δῑ́
διά
διαβαδίζω
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διαβασανίζω
διάβασις
View word page
δηχθείς
δηχθείς
aor.pass.ptcpl.
δηχθήσομαι
fut.pass.
see
δάκνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δηχθείς
Headword (normalized):
δηχθείς
Headword (normalized/stripped):
δηχθεις
IDX:
8515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8516
Key:
δηχθείς
Data
{'headword_display': '<b>δηχθείς</b>', 'content': '<XE><RefFm>δηχθείς<LblR>aor.pass.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>δηχθήσομαι<LblR>fut.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δάκνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δηχθείς'}