Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δημωφελής
δήν
δηναιός
δηνᾱ́ριον
δήνεα
δηξίθῡμος
δῆξις
δήξομαι
δῇος
δῃόω
δή ποτε
δήπου
δήπουθεν
δηριάζομαι
δηριάομαι
δηρίομαι
δῆρις
δηρός
View word page
δήξομαι
δήξομαιfut.mid.seeδάκνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δήξομαι
Headword (normalized):
δήξομαι
Headword (normalized/stripped):
δηξομαι
IDX:
8501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8502
Key:
δήξομαι

Data

{'headword_display': '<b>δήξομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>δήξομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δάκνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δήξομαι'}