Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόλλῡμι
Ἀπόλλων
ἀπολογέομαι
ἀπολόγημα
ἀπολογίᾱ
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολοέω
ἀπολοιδορέω
ἀπόλουσις
ἀπολούω
ἀπολοφῡ́ρομαι
ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
View word page
ἀπόλουσις
ἀπόλουσιςεωςfἀπολούω washing awayof pollution, in a ritualablutionPl.

ShortDef

ablution

Debugging

Headword:
ἀπόλουσις
Headword (normalized):
ἀπόλουσις
Headword (normalized/stripped):
απολουσις
IDX:
84
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-85
Key:
ἀπόλουσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόλουσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόλουσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀπολούω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>washing away<Expl>of pollution, in a ritual</Expl></Def><Tr>ablution</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόλουσις'}