Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοτελής
δημότερος
δημοτεύομαι
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δημωφελής
δήν
δηναιός
δηνᾱ́ριον
View word page
δημοτεύομαι
δημοτεύομαιmid.vbδημότης be a member of a demeLys. Pl. D.

ShortDef

to be a δημότης

Debugging

Headword:
δημοτεύομαι
Headword (normalized):
δημοτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοτευομαι
IDX:
8487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8488
Key:
δημοτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δημοτεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δημοτεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>δημότης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a member of a deme</Tr><Au>Lys. Pl. D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δημοτεύομαι'}