Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοτελής
δημότερος
δημοτεύομαι
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δημωφελής
δήν
δηναιός
View word page
δημότερος
δημότερος
dial.δᾱμότερος
Ion.ηονadj
of women belonging to the communityfrom the cityAR.masc.pl.sb.common peopleCall. AR.

ShortDef

common, vulgar

Debugging

Headword:
δημότερος
Headword (normalized):
δημότερος
Headword (normalized/stripped):
δημοτερος
IDX:
8486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8487
Key:
δημότερος

Data

{'headword_display': '<b>δημότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημότερος</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δᾱμότερος</FmHL></DL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of women</Indic><Def> belonging to the community</Def><Tr>from the city</Tr><Au>AR.</Au><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>common people</Def><Au>Call. AR.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δημότερος'}