Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοτελής
δημότερος
δημοτεύομαι
δημότης
δημοτικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοχαριστής
δημώδης
δημωφελής
View word page
δημοσιόω
δημοσιόωcontr.vb confiscatelandTh. pass.of informationbe made publicPl.

ShortDef

to confiscate

Debugging

Headword:
δημοσιόω
Headword (normalized):
δημοσιόω
Headword (normalized/stripped):
δημοσιοω
IDX:
8484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8485
Key:
δημοσιόω

Data

{'headword_display': '<b>δημοσιόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δημοσιόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>confiscate</Tr><Obj>land<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of information</Indic><Def>be made public</Def><Au>Pl.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'δημοσιόω'}