Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
δημοσιόω
δημοτελής
δημότερος
View word page
δημό-πρᾱκτος
δημόπρᾱκτοςονadjπρᾱκτός of a votetaken by the peopleA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημόπρᾱκτος
Headword (normalized):
δημόπρᾱκτος
Headword (normalized/stripped):
δημοπρακτος
IDX:
8476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8477
Key:
δημόπρᾱκτος

Data

{'headword_display': '<b>δημό-πρᾱκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημό<hyph/>πρᾱκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρᾱκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a vote</Indic><Tr>taken by the people</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημόπρᾱκτος'}