Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημόσιος
View word page
δημόομαι
δημόομαι
dial.δᾱμόομαι
mid.contr.vb
of a poetsing for the peoplesthg. sweetPi. of a sophistcurry popular favourPl.

ShortDef

to talk popularly

Debugging

Headword:
δημόομαι
Headword (normalized):
δημόομαι
Headword (normalized/stripped):
δημοομαι
IDX:
8473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8474
Key:
δημόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δημόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δημόομαι</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δᾱμόομαι</FmHL></DL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a poet</Indic><Tr>sing for the people</Tr><Obj>sthg. sweet<Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a sophist</Indic><Tr>curry popular favour</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δημόομαι'}