Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
View word page
δημο-λογικός
δημο-λογικόςή όνadj of a personof the public-speaking kinddemagogicPl.

ShortDef

suited to public speaking: popular, superficial

Debugging

Headword:
δημολογικός
Headword (normalized):
δημολογικός
Headword (normalized/stripped):
δημολογικος
IDX:
8472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8473
Key:
δημολογικός

Data

{'headword_display': '<b>δημο-λογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημο-λογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>of the public-speaking kind</Def><Tr>demagogic</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημολογικός'}