Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημοκηδής
δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
δημορριφής
δημός
δῆμος
Δημοσθένης
δημοσίᾳ
View word page
δημό-λευστος
δημόλευστοςονadjλεύω of deathby public stoningS.

ShortDef

publicly stoned

Debugging

Headword:
δημόλευστος
Headword (normalized):
δημόλευστος
Headword (normalized/stripped):
δημολευστος
IDX:
8471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8472
Key:
δημόλευστος

Data

{'headword_display': '<b>δημό-λευστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημό<hyph/>λευστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of death</Indic><Tr>by public stoning</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημόλευστος'}