Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημόθεν
δημόθροος
δημοκηδής
δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρᾱκτος
View word page
δημό-κραντος
δημόκραντοςονadjκραίνω of a curseratified by the peopleA.

ShortDef

ratified by the people

Debugging

Headword:
δημόκραντος
Headword (normalized):
δημόκραντος
Headword (normalized/stripped):
δημοκραντος
IDX:
8466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8467
Key:
δημόκραντος

Data

{'headword_display': '<b>δημό-κραντος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημό<hyph/>κραντος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κραίνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a curse</Indic><Tr>ratified by the people</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημόκραντος'}