Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημιουργίᾱ
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημόθεν
δημόθροος
δημοκηδής
δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
δημόλευστος
δημολογικός
δημόομαι
View word page
δημοκοπέω
δημοκοπέωcontr.vbκόπτω pejor.court popular favourPlu.

ShortDef

to curry mob-favour

Debugging

Headword:
δημοκοπέω
Headword (normalized):
δημοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
δημοκοπεω
IDX:
8463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8464
Key:
δημοκοπέω

Data

{'headword_display': '<b>δημοκοπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δημοκοπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>pejor.</Indic><Tr>court popular favour</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δημοκοπέω'}