Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημιοργός
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργίᾱ
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημόθεν
δημόθροος
δημοκηδής
δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατίᾱ
δημοκρατικός
Δημόκριτος
View word page
δημό-θροος
δημόθροοςοον
Att.δημόθρουςουν
adjθρόος
of talk, cursesvoiced by the peopleA.of anarchywith the people in uproarA.

ShortDef

uttered by the people

Debugging

Headword:
δημόθροος
Headword (normalized):
δημόθροος
Headword (normalized/stripped):
δημοθροος
IDX:
8460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8461
Key:
δημόθροος

Data

{'headword_display': '<b>δημό-θροος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημό<hyph/>θροος</HL><Infl>οον</Infl><DL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>δημόθρους</FmHL><DInfl><FmInfl>ουν</FmInfl></DInfl></DL><PS>adj</PS><Ety><Ref>θρόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of talk, curses</Indic><Tr>voiced by the people</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>of anarchy</Indic><Tr>with the people in uproar</Tr><Au>A.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δημόθροος'}