Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημιοεργός
δημιοπληθής
δημιόπρᾱτα
δημιοργός
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργίᾱ
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
Δημόδοκος
δημόθεν
δημόθροος
δημοκηδής
δημόκοινος
δημοκοπέω
δημοκοπίᾱ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
View word page
δημο-γέρων
δημογέρων
dial.δᾱμογέρων
οντοςm
elder of a communityelderIl. E. Arist.

ShortDef

an elder of the people, chief

Debugging

Headword:
δημογέρων
Headword (normalized):
δημογέρων
Headword (normalized/stripped):
δημογερων
IDX:
8457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8458
Key:
δημογέρων

Data

{'headword_display': '<b>δημο-γέρων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δημο<hyph/>γέρων</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>δᾱμογέρων</FmHL></DL><Infl>οντος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>elder of a community</Def><Tr>elder</Tr><Au>Il. E. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δημογέρων'}