Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορίᾱ
δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασίᾱ
δημήλατος
Δημήτηρ
δημίζω
δημιοεργός
δημιοπληθής
δημιόπρᾱτα
δημιοργός
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργίᾱ
δημιουργικός
δημιουργός
δημοβόρος
δημογέρων
View word page
δημιοεργός
δημιοεργόςep.m.fseeδημιουργός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημιοεργός
Headword (normalized):
δημιοεργός
Headword (normalized/stripped):
δημιοεργος
IDX:
8447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8448
Key:
δημιοεργός

Data

{'headword_display': '<b>δημιοεργός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δημιοεργός</HL><PS>ep.m.f</PS></HG><XR>see<Ref>δημιουργός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δημιοεργός'}