Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορίᾱ
δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασίᾱ
δημήλατος
Δημήτηρ
δημίζω
δημιοεργός
δημιοπληθής
δημιόπρᾱτα
δημιοργός
δήμιος
δημιουργέω
δημιουργίᾱ
δημιουργικός
View word page
δημ-ήλατος
δημήλατοςονadjδῆμοςἐλαύνω of exileas a result of banishment by the peopleA.

ShortDef

banished by the people

Debugging

Headword:
δημήλατος
Headword (normalized):
δημήλατος
Headword (normalized/stripped):
δημηλατος
IDX:
8444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8445
Key:
δημήλατος

Data

{'headword_display': '<b>δημ-ήλατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημ<hyph/>ήλατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δῆμος</Ref><Ref>ἐλαύνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of exile</Indic><Tr>as a result of banishment by the people</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημήλατος'}