Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δημαρχέω
δημαρχίᾱ
δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορίᾱ
δημηγορικός
δημηγόρος
δημηλασίᾱ
δημήλατος
Δημήτηρ
δημίζω
δημιοεργός
δημιοπληθής
δημιόπρᾱτα
δημιοργός
δήμιος
δημιουργέω
View word page
δημ-ηγόρος
δημηγόροςονadjδῆμοςἀγορεύω of the verbal devices, honoursof a public speakerA. E. masc.sb.public speaker, popular oratorPl. X.

ShortDef

a popular orator

Debugging

Headword:
δημηγόρος
Headword (normalized):
δημηγόρος
Headword (normalized/stripped):
δημηγορος
IDX:
8442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8443
Key:
δημηγόρος

Data

{'headword_display': '<b>δημ-ηγόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημ<hyph/>ηγόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δῆμος</Ref><Ref>ἀγορεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the verbal devices, honours</Indic><Tr>of a public speaker</Tr><Au>A. E.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>public speaker, popular orator</Def><Au>Pl. X. </Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δημηγόρος'}