Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δήλησις
δήλομαι
δηλονότι
Δῆλος
δῆλος
δηλόω
δήλωμα
δήλωσις
δημαγωγέω
δημαγωγίᾱ
δημαγωγικός
δημαγωγός
δημαρχέω
δημαρχίᾱ
δημαρχικός
δήμαρχος
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημηγορέω
δημηγορίᾱ
View word page
δημαγωγικός
δημαγωγικόςή όνadj neut.pl.sb.qualities of a popular leaderAr.pejor., of a politicianrabble-rousing, trading on popular supportPlb.

ShortDef

fit for

Debugging

Headword:
δημαγωγικός
Headword (normalized):
δημαγωγικός
Headword (normalized/stripped):
δημαγωγικος
IDX:
8430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8431
Key:
δημαγωγικός

Data

{'headword_display': '<b>δημαγωγικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δημαγωγικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>qualities of a popular leader</Def><Au>Ar.</Au></SGrm></aS1><aS1><Indic>pejor., of a politician</Indic><Tr>rabble-rousing, trading on popular support</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δημαγωγικός'}