Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
ἀριστόχειρ
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
Ἀρκάς
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἄρκευθος
ἀρκέω
ἄρκιος
ἄρκος
ἀρκούντως
View word page
ἀριστό-χειρ
ἀριστόχειρχειροςmasc.fem.adjἄριστοςχείρ of a contestabout the strongest handof prowessS.

ShortDef

won by the stoutest hand

Debugging

Headword:
ἀριστόχειρ
Headword (normalized):
ἀριστόχειρ
Headword (normalized/stripped):
αριστοχειρ
IDX:
841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-842
Key:
ἀριστόχειρ

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστό-χειρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστό<hyph/>χειρ</HL><Infl>χειρος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>ἄριστος</Ref><Ref>χείρ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a contest</Indic><Def>about the strongest hand</Def><Tr>of prowess</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστόχειρ'}