Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δηθά
δῆθεν
δηθῡ́νω
δηιάασκον
δηιάλωτος
Δηιάνειρα
δήιος
δηιοτής
δηιόω
δή κοτε
δηκτήριος
δήκτης
δηλαδή
δηλέομαι
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δήλομαι
δηλονότι
Δῆλος
δῆλος
View word page
δηκτήριος
δηκτήριοςονadjδάκνω biting or stingingof questionscausing painw.gen.to the feelingsE.

ShortDef

biting, torturing

Debugging

Headword:
δηκτήριος
Headword (normalized):
δηκτήριος
Headword (normalized/stripped):
δηκτηριος
IDX:
8414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8415
Key:
δηκτήριος

Data

{'headword_display': '<b>δηκτήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δηκτήριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δάκνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>biting or stinging</Def><aS2><Indic>of questions</Indic><Tr>causing pain<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to the feelings</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'δηκτήριος'}