Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
ἀριστόχειρ
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
Ἀρκάς
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἄρκευθος
ἀρκέω
ἄρκιος
View word page
ἀριστό-τοκος
ἀριστό-τοκοςονadjτόκος of offspringnobly bornE. ἀριστοτόκειαᾱςep.fem.adjτοκεύς of a womanbearing the best childrenTheoc.

ShortDef

born of the best parents

Debugging

Headword:
ἀριστότοκος
Headword (normalized):
ἀριστότοκος
Headword (normalized/stripped):
αριστοτοκος
IDX:
839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-840
Key:
ἀριστότοκος

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστό-τοκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστό-τοκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τόκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of offspring</Indic><Tr>nobly born</Tr><Au>E.</Au></aS1> <RelW><HG><HL>ἀριστοτόκεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>ep.fem.adj</PS><Ety><Ref>τοκεύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>bearing the best children</Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></RelW></AE>', 'key': 'ἀριστότοκος'}