Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖα
δευτερεύω
δευτεριάζω
δεύτερος
δευτερουργός
δεύω
δεύω
δέφομαι
δεχάμματος
δέχαται
δεχήμερος
δέχομαι
δέψω
δέω
δέω
δέω
δή
δῃάλωτος
View word page
δέφομαι
δέφομαιmid.vbreltd.δέψω of a manknead oneselfmasturbateAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δέφομαι
Headword (normalized):
δέφομαι
Headword (normalized/stripped):
δεφομαι
IDX:
8390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8391
Key:
δέφομαι

Data

{'headword_display': '<b>δέφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δέφομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>δέψω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a man</Indic><Def>knead oneself</Def><Tr>masturbate</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δέφομαι'}