Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστομάχος
ᾱ̓́ριστον
ἀριστοπάτρᾱ
ᾱ̓ριστοποιέομαι
ἀριστοπόνος
ἀριστόποσις
ἄριστος
Ἀριστοτέλης
ἀριστοτέχνᾱς
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνης
ἀριστόχειρ
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
Ἀρκάς
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἄρκευθος
ἀρκέω
View word page
ἀριστο-τέχνᾱς
ἀριστοτέχνᾱςdial.masc.adjἄριστοςτέχνη epith. of Zeusof surpassing skillPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀριστοτέχνᾱς
Headword (normalized):
ἀριστοτέχνᾱς
Headword (normalized/stripped):
αριστοτεχνας
IDX:
838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-839
Key:
ἀριστοτέχνᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ἀριστο-τέχνᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀριστο<hyph/>τέχνᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.masc.adj</PS><Ety><Ref>ἄριστος</Ref><Ref>τέχνη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>epith. of Zeus</Indic><Tr>of surpassing skill</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀριστοτέχνᾱς'}