Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτείᾱ
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δεσποτίσκος
δεταί
δεύομαι
δεῦρο
Δεύς
δευσοποιός
δεύτατος
δεῦτε
δευτεραγωνιστής
δευτεραῖος
δευτερεῖα
δευτερεύω
δευτεριάζω
View word page
δεύομαι
δεύομαιmid.vbseeδεύω2

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεύομαι
Headword (normalized):
δεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δευομαι
IDX:
8375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8376
Key:
δεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δεύομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>δεύω<Hm>2</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'δεύομαι'}