Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δεσμοφύλαξ
δεσμώματα
δεσμωτήριον
δεσμώτης
δεσπόζω
δέσποινα
δεσπόσιος
δεσποστός
δεσποσύνη
δεσπόσυνος
δεσποτείᾱ
δεσποτέω
δεσπότης
δεσποτικός
δεσπότις
δεσποτίσκος
δεταί
δεύομαι
δεῦρο
Δεύς
δευσοποιός
View word page
δεσποτείᾱ
δεσποτείᾱᾱςfcondition of being a mastermastershipopp. slaveryPl.over slavesArist.despotismIsoc. Pl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δεσποτείᾱ
Headword (normalized):
δεσποτείᾱ
Headword (normalized/stripped):
δεσποτεια
IDX:
8368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8369
Key:
δεσποτείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δεσποτείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δεσποτείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Def>condition of being a master</Def><Tr>mastership<Expl>opp. slavery</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>over slaves</Indic><Au>Arist.</Au></nS2></nS1><nS1><Tr>despotism</Tr><Au>Isoc. Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δεσποτείᾱ'}